ἀλλεπαλλήλων

ἀλλεπαλλήλων
ἀλλεπάλληλος
accumulation
masc/fem/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …   Dictionary of Greek

  • ακέραιος — Ολόκληρος, πλήρης, ανέπαφος, σώος· ανόθευτος, άδολος, τίμιος. (Μαθημ.) Α. αριθμός. Οι α. θετικοί ή φυσικοί αριθμοί αποτελούν ένα από τα θεμέλια της μαθηματικής επιστήμης και πρέπει να θεωρούνται προμαθηματικές έννοιες που έχουν αποκτηθεί από… …   Dictionary of Greek

  • ακήρατος — ἀκήρατος, ον (Α) 1. άθικτος, ανέπαφος, ακέραιος 2. καθαρός, αγνός, ανόθευτος, άσπιλος, αμόλυντος, παρθενικός 3. ακούρευτος 4. αθέριστος 5. απαλλαγμένος από κάτι, απρόσβλητος. [ΕΤΥΜΟΛ. *ἀ κέρα τος < ρίζα *κερα (πρβλ. κερα ΐζω, ἀ κέρα ιος). Η… …   Dictionary of Greek

  • ανακύμανση — η [ανακυμαίνω] 1. έγερση κυμάτων, κυματισμός 2. πρόκληση αλλεπάλληλων πτώσεων και υψώσεων χρηματιστηριακών αξιών …   Dictionary of Greek

  • ασπιδηφόρος — ἀσπιδηφόρος, ον (Α) 1. (για πολεμιστές) αυτός που φέρει ασπίδα 2. εκείνος που τελείται από ασπιδοφόρους («κῶμον ἀσπιδηφόρον», Ευρ.) 3. ως ουσ. ο στρατιώτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ασπίς ( ίδος) + φορος < φέρω. Το συνδετικό φωνήεν η οφείλεται σε λόγους… …   Dictionary of Greek

  • γιορτολόγι — το 1. το σύνολο τών εορταστών που πανηγυρίζουν ή προέρχονται από μία πόλη ή ένα χωριό 2. πληθ. τα γιορτολόγια περίοδος αλλεπάλληλων εκκλησιαστικών εορτών. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. εορτολόγιον*] …   Dictionary of Greek

  • γλυκαίνω — (AM γλυκαίνω) Ι. 1. καθιστώ κάτι γλυκό 2. προξενώ το αίσθημα τής γλυκύτητας 3. γίνομαι γλυκός 4. μαγεύω γοητεύω μσν. νεοελλ. 1. ευφραίνω, προξενώ ευχαρίστηση 2. ανακουφίζω, καταπραΰνω («γλυκαίνω τον πόνο») 3. δίνω σε κάποιον χαρά 4. γίνομαι ήπιος …   Dictionary of Greek

  • γραμματηφόρος — γραμματηφόρος, ο (AM) ο ταχυδρόμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < γράμμα ( ατος) + φόρος < φερω. Το συνδετικό φωνήεν η τού συνθέτου οφείλεται σε λόγους μετρικούς (αποφυγή αλλεπάλληλων βραχέων, πρβλ. ασπιδηφόρος)] …   Dictionary of Greek

  • δαδηφόρος — δᾳδηφόρος, η (Α) αυτή που κρατά δάδα (επίθετο τής Περσεφόνης). [ΕΤΥΜΟΛ. < δᾴς (δᾳδός) + φόρος < φέρω. Το συνδετικό φωνήεν η οφείλεται σε μετρικούς λόγους (αποφυγή αλλεπάλληλων βραχέων πρβλ. ασπιδηφόρος)] …   Dictionary of Greek

  • δαμαληφάγος — δαμαληφάγος, ο (Α) (για τον Ηρακλή) αυτός που τρώει ένα ολόκληρο δαμάλι μόνος του. [ΕΤΥΜΟΛ. < δάμαλις + φαγος < φαγείν, απαρμφ. αόρ. β τού εσθίω. Το συνδετικό φωνήεν η οφείλεται σε μετρικούς λόγους, προς αποφυγή τών αλλεπάλληλων βραχέων… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”